- Φύλα
- Φύλαςmasc voc sg (epic)Φύλᾱ , Φύληςmasc nom/voc/acc dualΦύληςmasc voc sgΦύλᾱ , Φύληςmasc gen sg (doric aeolic)Φύληςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλά(γ)ω — φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος 1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους. 2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ την κακιά την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φῦλα — φῦλον race neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύλας — Φύλᾱς , Φύλας masc nom sg Φύλᾱς , Φύλης masc acc pl Φύλᾱς , Φύλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φῦλ' — Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc/acc dual Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc sg (doric aeolic) Φυλαί , Φυλή a race fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίοις — φυλᾱσίοις , φυλάσιος a man of Phyle masc dat pl φῡλασίοις , φυλάζω form into tribes fut opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίου — φυλᾱσίου , φυλάσιος a man of Phyle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίων — φυλᾱσίων , φυλάσιος a man of Phyle masc gen pl φῡλασίων , φυλάζω form into tribes fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάς — Φυλά̱ς , Φυλή a race fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιοι — φυλά̱σιοι , φυλάσιος a man of Phyle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιον — φυλά̱σιον , φυλάσιος a man of Phyle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)